- μυριονταπλασίων
- μῡρῐοντ-ᾰπλᾰσίων, ον, gen. ονος, 10,000A times as great, c. gen., Sch.Papp.1182.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριονταπλασίων — μυριονταπλασίων, ον (Α) 1. μυριονταπλάσιος*, δέκα χιλιάδες φορές μεγαλύτερος από κάποιον 2. ασύγκριτα μεγαλύτερος από κάποιον. επίρρ... μυριονταπλασίως (Α) μυριοπλασίως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριονταπλάσιος + κατάλ. ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)] … Dictionary of Greek
μυριονταπλάσιον — μυριονταπλασίων times as great masc/fem voc sg μυριονταπλασίων times as great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)